“Καθώς ξεμάκραιναν όλο
και ψηλότερα στην πλαγιά του βουνού, η Σαβίτρι αγωνιούσε όλο και περισσότερο,
μα ο Ραμάνα δεν της έδινε σημασία. Εγκατέλειψε το μονοπάτι των αγριμιών,
κόβοντας δρόμο ανάμεσα σε πελώρια βράχια και χάθηκε από τα μάτια της. Τρέχοντας
ξοπίσω του, η Σαβίτρι αντίκρυσε ένα ρυάκι και τον μοναχό καθισμένο πλάι του.
Έβγαλε τον αυλό του,
τον οποίο είχε χωμένο μέσα στο κίτρινο ράσο του και άρχισε να παίζει.
«Δε σε χαροποιεί η
μουσική μου;»
ρώτησε, διακρίνοντας την αγωνία στο βλέμμα της Σαβίτρι. Όμως εκείνη δεν
μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο τον Άρχοντα του Θανάτου που περίμενε έξω από το
σπίτι της.
«Δεν
έχουμε χρόνο», τον ικέτεψε. «Δίδαξέ
με αυτό που μπορείς να με διδάξεις.»
«Τι θα έλεγες αν σου
μάθαινα μια θεραπεία για τον θάνατο;» ρώτησε ο Ραμάνα.
Η Σαβίτρι ξαφνιάστηκε. «Μα σίγουρα όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποια στιγμή.»
«Πιστεύεις σε
διαδόσεις. Αν σου έλεγα πως ποτέ δεν ένιωσες ευτυχισμένη, θα με πίστευες;»
«Ασφαλώς όχι» είπε η Σαβίτρι. «Ήμουν ευτυχισμένη σήμερα το πρωί, πριν αρχίσει όλο αυτό το κακό.»
Ο Ραμάνα κούνησε το κεφάλι του. «Όλοι θυμόμαστε τις στιγμές που ήμασταν
ευτυχισμένοι και κανείς δε μπορεί να μας πείσει πως δεν τις ζήσαμε άσε με να
σου κάνω μια άλλη ερώτηση λοιπόν. Μπορείς να θυμηθείς κάποια στιγμή που δεν ήσουν ζωντανή;»
«Όχι» είπε η Σαβίτρι
διστακτικά.
«Προσπάθησε
περισσότερο. Αναλογίσου τις στιγμές που ήσουν πολύ, πολύ, μικρή. Βάλε τα δυνατά
σου να θυμηθείς κάποια στιγμή που δεν
ήσουν ζωντανή. Έχει μεγάλη σημασία Σαβίτρι.
«Εντάξει.» Η Σαβίτρι έβαλε τα δυνατά της, μα δεν
μπορούσε να θυμηθεί στιγμή που να μην ήταν ζωντανή.
«Ίσως
δεν μπορείς να θυμηθείς στιγμή που δεν ήσουν ζωντανή, επειδή ήσουν πάντα
ζωντανή», είπε ο Ραμάνα.
Έδειξε μια ακρίδα γραπωμένη από ένα κλαδί
πάνω από το κεφάλι της.
«Αν δεις μια ακρίδα
να βγαίνει από το χώμα μετά από ύπνο επτά χρόνων, αυτό σημαίνει πως
προηγουμένως ήταν νεκρή;»
Η Σαβίτρι έγνεψε αρνητικά.
«Κι όμως,
ο μόνος λόγος που πιστεύεις πως γεννήθηκες είναι επειδή οι γονείς σου σε είδαν
να βγαίνεις από τη μήτρα. Πίστεψαν πως στάθηκαν μάρτυρες της στιγμής που
άρχισες να υπάρχεις κι έτσι διέδωσαν τη φήμη πως γεννήθηκες.»
Η Σαβίτρι ξαφνιάστηκε απ’ αυτή τη
συλλογιστική.
Ο Ραμάνα επέμεινε.
«Κοίταξε αυτό το
ρυάκι. Βλέπεις μονάχα ένα μικρό μέρος του, θα μπορούσε όμως να ισχυριστείς πως
ξέρεις από πού ξεκινά και που καταλήγει; Άκουσέ με, Σαβίτρι. Αποδέχεσαι το
θάνατο επειδή αποδέχεσαι τη γέννηση. Αυτά τα δύο πρέπει να συμβαδίζουν, Ξέχνα τις
φήμες που λένε πως κάποτε γεννήθηκες. Αυτή είναι η μόνη γιατρειά για το θάνατο.»
Ο Ραμάνα σηκώθηκε και έκρυψε πάλι τον αυλό
μέσα στο ράσο του. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το περπάτημα.
«Με
πιστεύεις;»
«Θέλω να σε πιστέψω,
μα φοβάμαι ακόμα»,
παραδέχθηκε η Σαβίτρι.
«Τότε,
θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας.»
Ο Ραμάνα άρχισε να απομακρύνεται και η
Σαβίτρι ακολούθησε, ενώ συλλογιζόταν τα λόγια του.
Φαινόταν λογικό: αν
ποτέ δεν είχε γεννηθεί, δεν θα μπορούσε ποτέ και να πεθάνει. Να ήταν αλήθεια;
Ο Ραμάνα διάβασε τις σκέψεις της.
«Δεν μπορούμε
να βασίζουμε την πραγματικότητα σε ό, τι δεν θυμόμαστε, αλλά μόνο σε ό, τι
θυμόμαστε. Όλοι θυμούνται την ύπαρξη. Κανείς δεν θυμάται την ανυπαρξία.»
Μετά από ένα λεπτό, η Σαβίτρι άγγιξε
ευγενικά το μπράτσο του.
«Παίξε μου λίγο
ακόμα, σε παρακαλώ. Θέλω να θυμηθώ πως ήταν όταν ήμουν ευτυχισμένη.» ”
(Deepak Chopra)
Θυμάμαι τότε μου
‘χες πει
Πως ταξιδεύει η ψυχή
Αγάπης κύκλους κάνει
Και τα σημάδια που
άφησε
Ποτέ της δεν τα
χάνει
Α.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου