Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Τα Ανείπωτα









Αναρωτιέμαι πως θα ήταν αν απουσίαζε από τον καθένα μας η προσωπική λογοκρισία, προτού ξεστομίσουμε όσα σκεφτόμαστε.
Αν τα συναισθήματα που γίνονται σκέψεις, οι σκέψεις που γίνονται λέξεις έρεαν ανεμπόδιστα, χωρίς να υπάρχει 2η, 3η, 50η ανάγνωση. 

Λέξεις φωτιά ή και πάγος. Εκτόξευση πρωτογενώς, με όλη την αφέλεια και την ειλικρίνεια που κρύβουν. Γυρίζοντας την πλάτη σε άγραφους κανόνες, ταμπού, προκαταλήψεις. 

Πόσο χρόνο θα γλιτώναμε? Πόσο μπουκωμένοσυναίσθημα?
Απ’ αυτό που σε βαραίνει λίγο-λίγο? Μέχρι που μια ωραία μέρα έρχεται και σε πνίγει. Και έχεις ένα σφίξιμο στο στήθος. Και το σωματοποιείς. Και δε σε χωράει ο τόπος. Και ψάχνεις τους φταίχτες της δικής σου δυστυχίας. Για όσα δεν εξέφρασες, για όσα δε διεκδίκησες, γι’ αυτά που προσπέρασες, προσπέρασαν, προσπερνούν.

Εγώ που σου γράφω δε βγάζω την ουρά μου απ’ έξω. Έχω γεμίσει το “σακούλι”. Μεγάλη επιτυχία! Δώρισα πολύτιμο χρόνο νομίζοντας πως κρατούσα τα προσχήματα. Το ονόμασα ευγένεια. Άλλες φορές υπομονή. Ή αυτοσυγκράτηση. Και τακτική. Μα ήταν μονάχα δειλία και εγωισμός.

- Να θέλω να ουρλιάξω σε σένα που από τη βολεμένη θέση σου, εντεταλμένος των “Μεγάλων”, σκοτώνεις τη χώρα μου. Εσύ και οι όμοιοί σου. Αφοπλίζετε τη νεολαία της, το μέλλον, τη στρέφετε στην ύλη, στην έλλειψή της, κονταίνοντας το άσβεστό της πνεύμα.

- Σε σας τους εργοδότες-αφέντες, που γυαλίζει το μάτι σας διατάζοντας με απόλυτη ηδονή, Αχ! Πόση αυτοσυγκράτηση να χωρέσει? Προτού σας στείλουμε στο “κι ακόμα παραπέρα…” ?

- Σε εσένα που υποτιμάς τις κατώτερες κοινωνικά τάξεις, μα πιθανότατα ανώτερες ψυχές από το στολισμένο και συγχρόνως τόσο κενό εαυτό σου. Να σου πω πόσο γελοίος φαίνεσαι μέσα στο ηλίθιο περιτύλιγμά σου. Πόση αμορφωσιά υπάρχει στα διαφημισμένα πτυχία σου!

- Και είσαι και εσύ που βλέπω να βοηθάς τόσους ανθρώπους. Που δίνεις καθημερινά ψωμί απ’ το ψωμί σου, ψυχή απ’ την ψυχή σου. Για να δεις ένα χαμόγελο. Να φτιάξεις τη μέρα κάποιου λιγότερου τυχερού από εσένα. Πιστεύοντας πως οι πράξεις του κάθε ένα από εμάς, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Πόσο σε θαυμάζω!

- Όταν μιλάω μαζί σου για διάφορα θέματα αυτό που θέλω να σου πω είναι ότι δε μπορώ να παρακολουθήσω πολλά απ’ αυτά που λες. Γιατί το μόνο που σκέφτομαι είναι πόσο σε θέλω. Πόσο πολύ με τραβάνε τα πάντα πάνω σου. Σα να φτιάχτηκες για να με έλκεις αβάσταχτα. Απόλυτα. Μαγικά.

- Σε σένα θέλω να ζητήσω μια Συγγνώμη! Το τελευταίο που θέλω είναι να σε στενοχωρώ! 

- Εσύ που σε δυσκολεύω μια ζωή. Εύχομαι να ξέρεις το γιατί. Λατρεμένο μου πλάσμα! Τόσο τυχερή που σε βρήκα…

- Εσένα τώρα τι να σου πω? Αυτό που γεμίζει την καρδιά μου είναι ένα τεράστιο Σ’ Αγαπάω! Ολόκληρο. Τέτοιο που να γεμίζει και το στόμα. Να βγει και να καλύψει το χώρο όλο. Γιατί έτσι είναι αυτά. Ανεξήγητα. Απρόοπτα. Από πάντα και για πάντα. Μην το ξεχνάς. Ό, τι και αν γίνει.

- Ξέρεις.. Μου ήρθες τώρα στο μυαλό Εσύ. Έχω να σου πω τόσα πολλά. Σε περίμενα καιρό. Ανέκαθεν. Και εμφανίστηκες. Και νιώθω ευγνώμων. Απέραντη ευγνωμοσύνη. Πόσο σε ευχαριστώ! Δεν θα σε απογοητεύσω. Δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο από αυτό. Η παρουσία σου κάθε φορά με συγκινεί. Κάθε λεπτό μαζί σου είναι μάθημα ζωής. Ευχαριστώ, Ευχαριστώ, Ευχαριστώ!




«Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πως φτάσαμε στ’ ανείπωτα...»



Α.Κ.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Siempre



“Καθώς ξεμάκραιναν όλο και ψηλότερα στην πλαγιά του βουνού, η Σαβίτρι αγωνιούσε όλο και περισσότερο, μα ο Ραμάνα δεν της έδινε σημασία. Εγκατέλειψε το μονοπάτι των αγριμιών, κόβοντας δρόμο ανάμεσα σε πελώρια βράχια και χάθηκε από τα μάτια της. Τρέχοντας ξοπίσω του, η Σαβίτρι αντίκρυσε ένα ρυάκι και τον μοναχό καθισμένο πλάι του.
Έβγαλε τον αυλό του, τον οποίο είχε χωμένο μέσα στο κίτρινο ράσο του και άρχισε να παίζει.

  «Δε σε χαροποιεί η μουσική μου;» ρώτησε, διακρίνοντας την αγωνία στο βλέμμα της Σαβίτρι. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο τον Άρχοντα του Θανάτου που περίμενε έξω από το σπίτι της.
  «Δεν έχουμε χρόνο», τον ικέτεψε. «Δίδαξέ με αυτό που μπορείς να με διδάξεις.»
  «Τι θα έλεγες αν σου μάθαινα μια θεραπεία για τον θάνατο;» ρώτησε ο Ραμάνα.
 
  Η Σαβίτρι ξαφνιάστηκε. «Μα σίγουρα όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποια στιγμή.»
  «Πιστεύεις σε διαδόσεις. Αν σου έλεγα πως ποτέ δεν ένιωσες ευτυχισμένη, θα με πίστευες;»
  «Ασφαλώς όχι» είπε η Σαβίτρι. «Ήμουν ευτυχισμένη σήμερα το πρωί, πριν αρχίσει όλο αυτό το κακό.»

   Ο Ραμάνα κούνησε το κεφάλι του. «Όλοι θυμόμαστε τις στιγμές που ήμασταν ευτυχισμένοι και κανείς δε μπορεί να μας πείσει πως δεν τις ζήσαμε άσε με να σου κάνω μια άλλη ερώτηση λοιπόν. Μπορείς να θυμηθείς κάποια στιγμή που δεν ήσουν ζωντανή;»
  «Όχι» είπε η Σαβίτρι διστακτικά.
  «Προσπάθησε περισσότερο. Αναλογίσου τις στιγμές που ήσουν πολύ, πολύ, μικρή. Βάλε τα δυνατά σου να θυμηθείς κάποια στιγμή που δεν ήσουν ζωντανή. Έχει μεγάλη σημασία Σαβίτρι.
  «Εντάξει.» Η Σαβίτρι έβαλε τα δυνατά της, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί στιγμή που να μην ήταν ζωντανή.

  «Ίσως δεν μπορείς να θυμηθείς στιγμή που δεν ήσουν ζωντανή, επειδή ήσουν πάντα ζωντανή», είπε ο Ραμάνα.
   Έδειξε μια ακρίδα γραπωμένη από ένα κλαδί πάνω από το κεφάλι της.
  «Αν δεις μια ακρίδα να βγαίνει από το χώμα μετά από ύπνο επτά χρόνων, αυτό σημαίνει πως προηγουμένως ήταν νεκρή;»
   Η Σαβίτρι έγνεψε αρνητικά.
  «Κι όμως, ο μόνος λόγος που πιστεύεις πως γεννήθηκες είναι επειδή οι γονείς σου σε είδαν να βγαίνεις από τη μήτρα. Πίστεψαν πως στάθηκαν μάρτυρες της στιγμής που άρχισες να υπάρχεις κι έτσι διέδωσαν τη φήμη πως γεννήθηκες.»

   Η Σαβίτρι ξαφνιάστηκε απ’ αυτή τη συλλογιστική.
   Ο Ραμάνα επέμεινε. 

   «Κοίταξε αυτό το ρυάκι. Βλέπεις μονάχα ένα μικρό μέρος του, θα μπορούσε όμως να ισχυριστείς πως ξέρεις από πού ξεκινά και που καταλήγει; Άκουσέ με, Σαβίτρι. Αποδέχεσαι το θάνατο επειδή αποδέχεσαι τη γέννηση. Αυτά τα δύο πρέπει να συμβαδίζουν, Ξέχνα τις φήμες που λένε πως κάποτε γεννήθηκες. Αυτή είναι η μόνη γιατρειά για το θάνατο.»
   Ο Ραμάνα σηκώθηκε και έκρυψε πάλι τον αυλό μέσα στο ράσο του. Ήταν έτοιμος να συνεχίσει το περπάτημα.

  «Με πιστεύεις;»
  «Θέλω να σε πιστέψω, μα φοβάμαι ακόμα», παραδέχθηκε η Σαβίτρι.
 «Τότε, θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας.» 
Ο Ραμάνα άρχισε να απομακρύνεται και η Σαβίτρι ακολούθησε, ενώ συλλογιζόταν τα λόγια του.
Φαινόταν λογικό: αν ποτέ δεν είχε γεννηθεί, δεν θα μπορούσε ποτέ και να πεθάνει. Να ήταν αλήθεια;
   
    Ο Ραμάνα διάβασε τις σκέψεις της.
  «Δεν μπορούμε να βασίζουμε την πραγματικότητα σε ό, τι δεν θυμόμαστε, αλλά μόνο σε ό, τι θυμόμαστε. Όλοι θυμούνται την ύπαρξη. Κανείς δεν θυμάται την ανυπαρξία.»
   Μετά από ένα λεπτό, η Σαβίτρι άγγιξε ευγενικά το μπράτσο του.
  «Παίξε μου λίγο ακόμα, σε παρακαλώ. Θέλω να θυμηθώ πως ήταν όταν ήμουν ευτυχισμένη.»
  
(Deepak Chopra)





Θυμάμαι τότε μου ‘χες πει

Πως ταξιδεύει η ψυχή

Αγάπης κύκλους κάνει

Και τα σημάδια που άφησε

Ποτέ της δεν τα χάνει


Α.Κ.

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

✯ Signs ✯


“The minute I heard my first love story,
  I started looking for you, not knowing
  how blind that was.
  Lovers don't finally meet somewhere.
  They're in each other all along.” 

 Rumi (Lovers)



A.K.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Crossroads




Β. – Τι σκέφτεσαι και συννέφιασες έτσι;

Σ. – Μπορώ να σου πω πολλούς λόγους. Ένας όμως θα ήταν ο πιο ειλικρινής.

Β. – Λοιπόν;

Σ. – Να σε ρωτήσω κάτι πρώτα. Πιστεύεις ότι υπάρχει αυτό που συμβολικά ονομάζουν «άλλο σου μισό»; Που σε ολοκληρώνει; Και αν ναι τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα το βρεις; Ότι θα συναντηθείτε και δεν θα μείνετε 2 άγνωστοι για πάντα; Ότι δεν θα βρίσκεται ακόμα και σε άλλη χώρα, μιλώντας άλλη γλώσσα, αμέτρητα μίλια μακριά; 

Β. – Το ξέρω πως υπάρχει. Μα πιθανότατα είναι παραπάνω από 1. Άλλωστε όλες οι σχέσεις δε χρειάζονται συνεχή προσπάθεια; Μπορεί να καταφέρεις διαφορετικά μεταξύ τους κομμάτια να “κουμπώσουν” ιδανικά, να γίνουν ένα.
Μπορώ να σου πω ακόμη ότι αυτό το μοναδικό, για το οποίο με ρωτάς ίσως το έχεις ήδη συναντήσει.

Σ. – Θα το είχα καταλάβει πίστεψέ με.

Β. – Έχεις σκεφτεί ότι υπάρχει η πιθανότητα να μην ήσουν έτοιμος να σου φανερωθεί; Να βαδίζετε παράλληλα, χωρίς να το έχεις έλξει απόλυτα

Σ. – Με κούρασαν οι θεωρίες.

Β. – Αυτά σκεφτόμουν ακριβώς πριν τη βρω. Πριν καταλάβω ότι αν είχε έρθει νωρίτερα δεν θα ήταν το ίδιο. Έπρεπε να αγαπήσω πρώτα εμένα. Να παλέψω με τον εαυτό μου και να αισθανθώ καλά. Εγώ με μένα.
Και τότε ήρθε.
Ήταν όμως κοντά μου από πάντα. Δίπλα μου, γύρω μου, παντού.
Στο δικό της κόσμο. Με τους δικούς της δαίμονες. Τα δικά της πάθη.
Μέχρι που ήρθε η ώρα να μου “φανερωθεί”. 

Σ. – Την ήξερες δηλαδή; Δεν σε καταλαβαίνω.

Β. – Κατάλαβα εκ των υστέρων πως βαδίζαμε παράλληλα. Σε κάποια σημεία διασταυρώνονταν οι δρόμοι μας. 

Θυμάσαι την κατασκήνωση που πήγαινα μικρός; Ήμουν μόλις 10 χρονών εκείνο το πρώτο καλοκαίρι. Ήταν και εκείνη εκεί. Από τότε και για κάθε επόμενο χρόνο.

Δεν ξεχνώ τα περίφημα πάρτυ στην ταράτσα του σπιτιού καλού μου φίλου. Τέλος σχολικής χρονιάς, χαμός, χαρά, άπειρος κόσμος. Γνώριζε την αδερφή του. Ερχόταν κάθε φορά και ας μην είχαμε γνωριστεί.

Έπειτα πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Μπαινοβγαίναμε στο ίδιο κτίριο επί 4-5 χρόνια. Δίναμε ακόμα και τα ίδια μαθήματα. 

Εκείνη η συναυλία της Χαρούλας, που βρήκα εισιτήριο τελευταία στιγμή; “Συναντηθήκαμε” στην πρώτη γραμμή. Εκεί. Στους αναμμένους αναπτήρες.

Στο γήπεδο μας χώριζε μια θύρα.

Στην πλατεία Συντάγματος, καμιά 50αριά αγανακτισμένοι.

Σε τόσα καλοκαίρια, τόσα νησιά, λίγες μέρες μονάχα διαφορά.

Μια μπύρα, ένας λογαριασμός, ένα τραπέζι, μια ζωή.

Βλέπεις… Το να γνωρίσεις κάποιον από το να τον ανα - γνωρίσεις απέχει τόσο πολύ…


Α.Κ.