Βρέθηκε στο ίδιο σημείο χρόνια μετά. Εκείνη η στάση του λεωφορείου. Η αφετηρία του για την καθημερινή περιπλάνηση στην πόλη της καρδιάς του.
Όλα έμοιαζαν ίδια μα και τόσο
διαφορετικά συγχρόνως.
Το βλέμμα του πλανήθηκε στο χώρο.
Ο φωτεινός πίνακας που είχε προστεθεί έδειχνε 30 λεπτά για το επόμενο
λεωφορείο.
Δεν τον πείραζε πια η αναμονή.
Γύρω του κόσμος βιαστικός, μα
εκείνου του είχε αποκαλυφθεί το νόημα της ζωής αυτής. Προσπαθούσε να δίνει αξία
στην κάθε στιγμή.
Έφερε στο νου την ηλικιωμένη
κυρία που τότε, την εποχή που πάλευε
έντονα με τις σκιές του, τον κοίταξε κατάματα μιλώντας στην ψυχή του.
Η τελευταία φράση της – σαν
δυνατός αντίλαλος – πλημμύρισε τ’ αυτιά του.
“Ό, τι μπορείς αληθινά να φανταστείς, μπορείς και να το ζήσεις.”
Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχθηκε στα
χείλη του.
Ένιωσε μια εσωτερική φωνή να παίρνει τα ηνία και να
απευθύνεται στη γνωστή-άγνωστη συνοδοιπόρο.
«Γνωρίζω πλέον ότι τα ΘΕΛΩ μου ΜΠΟΡΩ.
Μπορώ να ονειρεύομαι με μάτια ανοιχτά. Μπορώ να ζω τα όνειρά
μου. Μπορώ να βλέπω την Αγάπη. Να αναγνωρίζω την Αγάπη. Να βιώνω την Αγάπη. Να
προσφέρω Αγάπη. Να γίνομαι ο ίδιος Αγάπη.
Μπορώ να συνδέομαι με τους σημαντικούς Άλλους. Να τους
αναγνωρίζω. Να γίνομαι κομμάτι τους και αυτοί πάλι δικό μου. Μπορώ να χαίρομαι
με τη χαρά τους, να πονάω με τη λύπη τους, να μοιράζομαι το μονοπάτι μου, να
περπατώ στο μονοπάτι τους. Μπορώ να βλέπω μέσα από τα μάτια τους, με την
αποδοχή ότι τίποτα δεν είναι σωστό ή λάθος.
Μπορώ να θαυμάζω, να ενθουσιάζομαι, να αγκαλιάζω κάθε μου
συναίσθημα, γνωρίζοντας πως το καθετί είναι μια ευκαιρία εξέλιξης. Ένα βήμα πιο
κοντά στο άφθαρτο και αιώνιο.
Μπορώ να δημιουργώ και να μαθαίνω. Να ρουφάω γνώσεις και
εμπειρίες.
Μπορώ να ευγνωμονώ. Μπορώ να λέω αυτό που σκέφτομαι. Μπορώ
να συγχωρώ. Τους Άλλους και τον Εαυτό μου. Τρόπους που καταλαβαίνω μα και
αυτούς που δεν κατανοώ.
Μπορώ ν’ ακολουθώ τον Ήλιο, μα και να χορεύω στη βροχή. Να
ακούω τη φωνή στη μελωδία και ο στίχος μου να γράφει μουσική. Στη θάλασσα να
βρίσκω τη γαλήνη, στο κύμα να χαϊδεύω τις ορμές. Τον δρόμο των μεγάλων να
διαβαίνω, να στρίβω και να τρέχω σαν παιδί.
Μπορώ τα Εγώ μου να αγκαλιάζω, μα η “αφή” μου να γυρεύει την
Ψυχή. Να χάνομαι στιγμές στις ψευδαισθήσεις και ο Δάσκαλός μου πάντα να είναι
εκεί. Να με σηκώνει όταν πέφτω, να μου φωτίζει σοφά το δρόμο, να αισθάνομαι πως
έχω όλα όσα χρειάζομαι. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μπορώ να νιώθω Ελεύθερος. Ελεύθερος μα με δεσμούς Ζωής.»
Η κόρνα του λεωφορείου διέκοψε τη σκέψη του. Επιβιβάστηκε
χωρίς βάρος “αποσκευών”. Κοιτάζοντας από το παράθυρο την εικόνα που άφηνε πίσω
του, θα ορκιζόταν ότι εκείνη στεκόταν εκεί. Το ίδιο ζεστό χαμόγελο. Σα να μην
πέρασε μια μέρα.
A.K.
A.K.